- Πισᾶτις
- Πῐςᾱτις f. adj.,1 of Pisa
ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι O. 4.11
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι O. 4.11
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Πισᾶτις — Πισάτης the people of Pisa fem nom sg (doric) Πισᾶτις the people of Pisa fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισάτις — Αρχαία χώρα της Ηλείας, που εκτεινόταν έως τις δυτικές υπώρειες της αρκαδικής Φολόης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα περιλάμβανε οκτώ αρχαίες πόλεις, μεταξύ των οποίων η σπουδαιότερη η Πίσα, έδωσε το όνομα στην περιοχή. Άλλες πόλεις της Π.… … Dictionary of Greek
πισάτης — ὁ, θηλ. πισᾱτις, ιδος, Α [Πίσα] 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Πίσα 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Πισᾱτις (ενν. γή) χώρα τής βορειοδυτικής Πελοποννήσου με πρωτεύουσα την Πίσα … Dictionary of Greek
Πισᾶτιν — Πισάτης the people of Pisa fem acc sg (doric) Πισᾶτις the people of Pisa fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισάτιδα — Πισά̱τιδα , Πισάτης the people of Pisa fem acc sg (doric) Πισά̱τιδα , Πισᾶτις the people of Pisa fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισάτιδας — Πισά̱τιδας , Πισάτης the people of Pisa fem acc pl (doric) Πισά̱τιδας , Πισᾶτις the people of Pisa fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισάτιδες — Πισά̱τιδες , Πισάτης the people of Pisa fem nom/voc pl (doric) Πισά̱τιδες , Πισᾶτις the people of Pisa fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισάτιδι — Πισά̱τιδι , Πισάτης the people of Pisa fem dat sg (doric) Πισά̱τιδι , Πισᾶτις the people of Pisa fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισάτιδος — Πισά̱τιδος , Πισάτης the people of Pisa fem gen sg (doric) Πισά̱τιδος , Πισᾶτις the people of Pisa fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)